- ανεξίθρησκος
- anderen Religionen gegenüber tolerant
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
ανεξίθρησκος — η, ο αυτός που αντιμετωπίζει με ανεκτικότητα ή αδιαφορία τη θρησκευτική πίστη των άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεξι (< μέλλ. ανέξομαι τού ανέχομαι) + θρήσκος, πιθ. κατά το ανεξίκακος. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Φιλικό Νικόλαο Σπηλιάδη] … Dictionary of Greek
ανεξίθρησκος — η, ο αυτός που ανέχεται τις θρησκείες ή τα δόγματα των άλλων, ο μη φανατικός: Σήμερα τα περισσότερα κράτη του κόσμου είναι ανεξίθρησκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανεξιθρησκία — η ανοχή που επιδεικνύει η κρατική εξουσία ως προς τη θρησκεία των πολιτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεξίθρησκος. Η λ. μαρτυρείται από το 1768 στον διδάσκαλο του Γένους Ευγένιο Βούλγαρι] … Dictionary of Greek
αρνησίθρησκος — ο αυτός που αρνείται τη θρησκεία του, ο εξωμότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρνησις ( η) + θρήσκος (πρβλ. ανεξίθρησκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του Βυζαντίου Σκαρλάτου] … Dictionary of Greek